- ξεκοκαλιάζω
- βλ. ξεκοκαλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκοκαλίζω — και ξεκοκαλιάζω 1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας 2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα 3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία τού πατέρα του») … Dictionary of Greek